- προμαντηΐα
- ἡ, Α(δελφ. τ.) βλ. προμαντεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμαντεία — και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α [προμαντεύω] το δικαίωμα τού να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προμαντηίην — προμαντεία fem acc sg (epic ionic) προμαντηία right of consulting an oracle fem acc sg (epic ionic) προμαντηίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)